- νιφοβλής
- νῐφο-βλής, ῆτος, ὁ, ἡ,A = νιφόβολος, Ἄλπεις AP9.561 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νιφοβλής — νιφοβλής, ῆτος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) νοφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλής (< θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. βλητός)] … Dictionary of Greek
νιφοβλῆτες — νιφοβλής masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νιφοβλήτων — νιφόβλητος masc/fem/neut gen pl νιφοβλής masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)